- φούρκα
- (I)η, ΝΜΑ1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι2. αγχόνη, κρεμάλανεοελλ.1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)2. φρ. α) «τόν έχω φούρκα» — τόν έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον τουβ) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και τού σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].————————(II)η, Νστενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.